- αναδιόρθωση
- [-ις (-εως)] η повторное исправление; повторный ремонт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδιόρθωση — η η εκ νέου διόρθωση, ξαναδιόρθωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Θεσσαλία Βόλου] … Dictionary of Greek
αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] … Dictionary of Greek